- ἐθέλοντι
- ἐθέλωto be willingpres part act masc/neut dat sgἐθέλωto be willingpres ind act 3rd pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐθελοντί — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εθελοντί — (AM ἐθελοντί) επίρρ. θεληματικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται πιθ. από τ. δοτικής εθέλοντι, με άγνωστη την ποσότητα τού ι] … Dictionary of Greek
ερρεντί — ἐρρεντὶ (Α) επίρρ. ολοσχερώς (πιθ. ερμην.) («ἀπό τοῡ ἔρρω ή ἐρρῶ... ὡς παρὰ τὸ ἐθέλοντος ἐθελοντί, οὕτω καὶ παρὰ τὸ ἐρρέντος ἐρρεντί», Ε.Μ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρρω «πηγαίνω στον χαμό μου» κατά τα εθελοντί, εκοντί] … Dictionary of Greek
ἐθέλοντ' — ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act neut nom/voc/acc pl ἐθέλοντα , ἐθέλω to be willing pres part act masc acc sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres part act masc/neut dat sg ἐθέλοντι , ἐθέλω to be willing pres ind act 3rd pl (doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BRENNUS — I. BRENNUS Gallorum Senonum Dux, qui cum 300. armatorum milibus in Italiam irrumpens, Clusium, hodie Chiusi, in Tuscia, obsedit, inde a Romanis, quorum opem obsessi imploraverant, depulsus: in hos proin armis conversis, illos apud Alliam fluv.… … Hofmann J. Lexicon universale
παρεξευρίσκω — Α [εξευρίσκω] βρίσκω κάτι επί πλέον, ανακαλύπτω επιπροσθέτως, επινοώ κάτι κοντά σε αυτό που ήδη υπάρχει («ἵνα... μὴ αὐτοὶ ἀπόλωνται τὸν νόμον περιστέλλοντες, παρεξεῡρον ἄλλον νόμον σύμμαχον τῷ ἐθελόντι γαμέειν ἀδελφέας», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek